- πιστολίζω
- [пистолизо] р. стрелять из пистолета,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
πιστολίζω — και μπιστολίζω, Ν [πιστόλι] πυροβολώ κάποιον με πιστόλι, ρίχνω πιστολιές εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
πιστολίζω — πιστόλισα, πιστολίστηκα, πιστολισμένος, πυροβολώ με πιστόλι: Κάποιος με πιστόλισε αργά τη νύχτα στο δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουμπουριάζω — πυροβολώ με κουμπούρα, πιστολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουμπούρα ή κουμπούρι] … Dictionary of Greek
μπιστολίζω — βλ. πιστολίζω … Dictionary of Greek
πιστολισμός — ο, Ν [πιστολίζω] η βολή ή ο κρότος βάλλοντος πιστολιού, πιστολιά … Dictionary of Greek